Οπισθόφυλλο
Μια συναρπαστική ιστορία έρωτα, προδοσίας και μυστικών γύρω από έναν αδιανόητο φόνο.
Τέσσερις γυναίκες που αναζητούν τη συγχώρεση, μα πάνω από όλα αναζητούν τον ίδιο τους τον εαυτό. Η Αθηνά, η Ανθή, η Αλίκη και η Δόμνα. Η αρχή, η μέση και το τέλος μιας διαδρομής ατέλειωτης μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
Η Αθηνά γεύεται τον παράνομο έρωτα… Το τέλος μιας αθωότητας, που γεννά στην ψυχή τις φλόγες μιας άσβεστης εκδίκησης. Η Ανθή έζησε τον πόλεμο, το θάνατο, την ορφάνια και τον αλληλοσπαραγμό… Αλλά η ζωή πάντα πρέπει να παίρνει κάτι για να σου δώσει ό,τι περισσότερο ποθείς. Η Αλίκη θέλει να εκδικηθεί τη μάνα της για τον πόνο που της χάρισε τότε… Και πλάι σε όλες τους η Δόμνα, πιστός φύλακας-άγγελος και Ιούδας τους…
Ένας φόνος που συγκλονίζει, ένα γράμμα που πρέπει να βρει τον παραλήπτη του. Το κλάμα ενός μωρού που γεννιέται μόνο του στα σκοτάδια και μια παράνομη υιοθεσία. Ένας κύκλος που πρέπει να κλείσει…
Σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά, ο κήπος της μοναξιάς στέκει ολάνθιστος. Ο παράδεισος κρυμμένος σε μια χούφτα κόλαση. Το παρελθόν και το παρόν συγκρούονται και τότε αναμετριέται ο πόνος με το ψέμα
Αποσπάσματα
«Λες και θέρισαν τις μέρες της ζωής τους και τις έφτιαξαν δεμάτια. Με τα χέρια τις θέρισαν κι έπειτα τις χώρισαν. Αυτές από εδώ, αυτές από εκεί. Μέρες κατήφειας, μέρες αναμονής. Μια ντουζίνα μέρες σε κάθε γωνιά της ύπαρξής τους. Όλες ίδιες, όλες δεμένες σφιχτά με σπάγκο».
«Από κάθε άνθρωπο που έχουμε αντίκρυ μας κλέβουμε ένα κομμάτι, σε κάθε άνθρωπο που θα συναντήσουμε στο διάβα μας δίνουμε ένα κομμάτι. Έτσι φτιάχνονται οι ψυχές μας, κορίτσι μου. Από τέτοια κομμάτια»
«Έψαξε στην τσέπη του για τσιγάρο και στη αδύναμη φλόγα του σπίρτου είδε όλες τις μεγάλες ιδέες του να πυρακτώνονται ξαφνικά. Όλα όσα θέλησε και δεν μπόρεσε να γίνει, κοκκίνιζαν από ντροπή κι έπειτα καίγονταν σιγανά».
«Έσκυψε να μυρίσει το βασιλικό, την ώρα που θρόιζε απαλά από το αεράκι. Μυστικά καλά κρυμμένα μοιάζαν να ‘χουν τα φύλλα του και ο άνεμος παιχνίδιζε για να τα ξεκλειδώσει. Τι νόημα είχαν άλλωστε τα μυστικά μέσα σε μια αυλή γεμάτη μυρωδιές; Η αυλή της Δόμνας ευωδίαζε πια. Και ευωδίαζε από όλα. Θυμάρι, λεβάντα και ζουμπούλια. Τριαντάφυλλο, γιασεμί, νάρκισσους και τουλίπες. Μα πάνω από όλα γαρδένιες. Πάμπολλες κάτασπρες γαρδένιες, διάσπαρτες σε κάθε γωνιά για να ξαποσταίνει πάνω στα λευκά της πέταλα το μάτι του ανθρώπου».
«Στα χέρια κρατούσε ένα λευκό τριαντάφυλλο και με τα ακροδάχτυλά της χάιδευε τα πέταλά του. Όλοι κρατούσαν από ένα λευκό τριαντάφυλλο, ιδέα της Αλεξίας, προσφορά του κήπου της. Μόνο που το τριαντάφυλλο της Αλίκης ήταν αλλιώτικο. Δεν το μαράζωναν τα χάδια, δεν το πτοούσε η πρωινή ζέστη. Δροσιά και χώμα φρέσκο τα δάκρυα και οι σκέψεις της. Λες και περνούσαν μέσα από τα δάχτυλά της και του έδιναν πνοή. Αργότερα, σαν τελείωσε ο παπάς, ο κόσμος πέρασε και άφησε τα λουλούδια πάνω στο μνήμα και μονάχα η Αλίκη το στερέωσε δίπλα στη φωτογραφία της Δόμνας. Εκεί, να της ψιθυρίζει στο σκοτάδι όλα όσα θα ήθελε η ίδια να της πει και δεν το έκανε…»
Κριτικές
Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου, βιβλιοκριτικός.
(Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη Εδώ)
Μια εξαιρετικά δομημένη ιστορία με υπέροχα επιλεγμένο λεξιλόγιο που σε τραβάει σαν μαγνήτης να ακολουθήσεις τους ήρωες στα όσα ζούνε. Με καθήλωσε όχι μόνο η ιστορία, όχι μόνο η πλοκή αλλά κυρίως το υπέροχο στήσιμο του ξεδιπλώματος της μυθοπλασίας. Ο όμορφος λόγος. Η κάθε λέξη αυτόματα αποτυπώνει την εικόνα και γεννάει την αμφιβολία. Ξυπνάει το συναίσθημα, ένα συναίσθημα που διαρκώς μεταλλάσσεται και ισορροπεί οριακά ανάμεσα στους ήρωες ,τα διλήμματα τους και τις τελικές επιλογές τους.
Γράφει η Ευγενία Δανιηλίδου, αναγνώστρια.
Ένα πραγματικά υπέροχο ταξίδι τελείωσε και σήμερα με τον «Κήπο της μοναξιάς» της Μαρίας Χίου. Έντονα συναισθήματα, βαθιά μηνύματα, ωραία γραφή, λυρική θα έλεγα. Ένα βιβλίο που δεν ήθελα να τελειώσει .Πολλά κομμάτια του σε βάζουν σε σκέψεις, εγώ θα αντιγράψω ένα, δύο,τα υπόλοιπα θα τα διαβάσετε εσείς.
«Εσύ το ξέρεις αυτό καλύτερα από τον καθένα. Έτσι δεν είναι; Πόσα παιδιά φρόντισες στο ίδρυμα; Ήταν όλα τέλεια; Όμορφα; Έξυπνα; Υγιή; Εγώ τέτοιο παιδί ήθελα μονάχα! Και μάλιστα την εποχή που θα ‘μουν απόλυτα έτοιμη. Πού είναι το κακό θα μου πεις; Πουθενά! Ο καθένας νομίζω δεν βρίσκει κανένα κακό σε μια τέτοια σκέψη και ίσως να μην υπάρχει κιόλας. Αλλά ξέρεις κάτι, Δώρα; Έγινα πια εξήντα χρονών και τώρα κατάλαβα πως οι μεγαλύτερες πονηριές, κρύβονται σε φαινομενικά αθώες σκέψεις. Δεν υπάρχει σωστή ώρα, δεν υπάρχει σωστό παιδί. Υπάρχει μονάχα εγωισμός. Αμέτρητος, αστείρευτος εγωισμός και μπορεί, πανάθεμά τον ,να κρυφτεί στην πιο αγνή γωνιά της γης. Στην αγκαλιά μιας μητέρας….» «Κουβαράκια ερχόμαστε στη ζωή ,Παναγιώτη μου, κουβαράκια φεύγουμε. Και μόνο σαν δεν αγαπηθούμε στο ενδιάμεσο κρυώνουμε μες στη ζέστα. Μονάχα τότες. Κατάλαβες;»
Συνέντευξη
Συνέντευξη που παραχωρήθηκε στην κα Μαίρη Γκαζιάνη, ζωγράφο, ποιήτρια και συγγραφέας, με αφορμή το βιβλίο «ο Κήπος της Μοναξιάς» και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα now24.gr, πατήστε εδώ.
Μαρία πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο σου βιβλίο με τίτλο «ο κήπος της μοναξιάς». Γιατί επέλεξες να τοποθετήσεις την μοναξιά σε έναν κήπο;
Καταρχάς να πω γιατί επέλεξα τον κήπο. Αν το πάρουμε κυριολεκτικά θα αναφερθούμε στον κήπο που περικλείει το σπίτι της Δόμνας , μιας βασικής ηρωίδας του βιβλίου. Η αυλή αυτή είναι το μέρος που ως παιδί ατενίζει με τρόμο από το μπαλκόνι του σπιτιού της, όταν η μητέρα της την έχει περάσει έξω από τα κάγκελα και απειλεί να τη ρίξει στο κενό. Είναι ο ίδιος ο κήπος που αργότερα προσπαθεί να καλλιεργήσει χωρίς επιτυχία η προστατευόμενη της, η Αλίκη. Και είναι αυτό το κομμάτι γης τελικά που καταφέρνει να μετατρέψει σε παράδεισο η κόρη της Αλίκης, η Αλεξία. Μεταφορικά ο κήπος είναι η ψυχή της Δόμνας, είναι η ψυχή κάθε ήρωα του βιβλίου που στις σελίδες του πορεύεται μόνος, που μετρά τα λάθη και τα πάθη του μέχρι να μάθει κάθε σπιθαμή του εαυτού του. Αλλά ώσπου να γίνει αυτό είναι αναγκασμένος να ζει μέσα στην μοναξιά, αφού ουσιαστικά δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανέναν.
Υπήρξε κάποια αφορμή που σου προκάλεσε την έμπνευση της ιστορίας σου, κάποια πραγματικά γεγονότα ίσως;
Ναι, αρχή για το βιβλίο μου στάθηκε το περιστατικό που περιέγραψα προηγουμένως. Μια μητέρα δηλαδή που καθώς τσακώνεται με τον σύζυγο της ο οποίος βρίσκεται στον δρόμο, απειλεί πως θα πετάξει το παιδί τους από το μπαλκόνι. Αυτό το γεγονός έφτασε στα αυτιά μου κατά τύχη από δύο άγνωστες γυναίκες που συζητούσαν μεγαλοφώνως δίπλα μου. Είναι από τα πράγματα που σαν τα ακούσεις δεν μπορείς εύκολα να τα προσπεράσεις, που σε στοιχειώνουν για την υπόλοιπη μέρα και εύχεσαι να ήταν ψέμα.
«Ο παράδεισος κρυμμένος σε μια χούφτα κόλαση» αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Πότε ο παράδεισος κρύβεται στην κόλαση;
Παράδεισος για εμένα είναι η αρμονία με τον εαυτό μας. Είναι η επαφή με το θείο εκείνο κομμάτι που έχει τη δύναμη να συγχωρεί, να κατανοεί, να επικοινωνεί αληθινά με όλον τον κόσμο. Για να φτάσει κανείς κάποτε εκεί, θα πρέπει να περάσει μέσα από την κόλαση των παθών του, να έχει πλήρη επίγνωση της σκοτεινής πλευράς του εαυτού του και μέσα από αυτήν να αναζητά τη φωτεινή. Γιατί πώς αλλιώς θα αντιληφθεί το άσπρο αν δεν γνωρίζει το μαύρο; Πώς θα αντιληφθεί την έννοια της ημέρας, αν δεν ξέρει τη νύχτα; Εγώ τουλάχιστον κάπως έτσι καταλαβαίνω και τα λόγια του Καζαντζάκη ο οποίος έγραψε: «Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος;»
Η κόλαση μπορεί να κρυφτεί σε μια χούφτα παράδεισο;
Εξαρτάται, αν ο παράδεισος είναι επίπλαστος, μπορεί. Αν τον έχει φτιάξει ο άνθρωπος σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες και επιθυμίες του, ο «όφις» θα τρυπώσει. Και λέγοντας όφις εννοώ τη στιγμή εκείνη που ο άνθρωπος θα νιώσει κενό ή την αίσθηση του ανικανοποίητου μέσα στον παράδεισο που έχει δημιουργήσει. Αυτό όμως είναι κάτι άλλο. Νομίζω πως η αρμονία και η γαλήνη της αλήθειας είναι ανέγγιχτες και πως καμιά κόλαση δεν μπορεί να κρυφτεί μέσα τους.
Αθηνά, Ανθή, Αλίκη και Δόμνα είναι οι τέσσερις ηρωίδες σου. Τα τρία πρώτα ονόματα αρχίζουν από Α και το τελευταίο από Δ. Είναι τυχαία αυτή η επιλογή ή ήθελες να δηλώσεις κάτι, όταν μάλιστα το Α παραπέμπει στο Άγγελος και το Δ σε Δαίμονας;
Όχι, η επιλογή των ονομάτων υπήρξε τυχαία. Η Αθηνά, η Ανθή και η Αλίκη, δηλαδή η γιαγιά, η κόρη και η εγγονή ζουν πράγματι απέναντι στη «δαιμονική» Δόμνα. Ωστόσο, η κάθε μία από αυτές έχει τον δικό της δαίμονα να παλέψει και όχι τη γειτόνισσα με την παράξενη συμπεριφορά. Η Αθηνά έρχεται αντιμέτωπη με την αλαζονεία της αρετής που κρύβει στην ψυχή της, η Ανθή με την παθητικότητα και η Αλίκη με τον εγωισμό και την υπεροψία της. Όσο για τη Δόμνα… Η Δόμνα μπορεί να σκοτώνει, όμως όπως κάθε άνθρωπος έχει μέσα της και το καλό στοιχείο. Μόνο η Αλεξία (και αυτή από άλφα!), η τέταρτη γυναίκα κατά γενιά είναι ικανή να το ανακαλύψει και να το προβάλλει. Είναι ικανή να κάνει και την ίδια τη Δόμνα να το δει και στο τέλος να λυτρωθεί. Και η ικανότητά της αυτή προέρχεται από την αγάπη. Η Αλεξία μισεί δυνατά τις απάνθρωπες πράξεις της θείας Δόμνας, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να την αγαπάει το ίδιο δυνατά.
Η Δόμνα αγαπάει πολύ αλλά και μισεί θανάσιμα. Που οφείλεται η διπλή προσωπικότητα που φαίνεται να έχει;
Η Δόμνα αγαπάει πράγματι πολύ, παρόλο που στις σελίδες του βιβλίου φαίνεται αποστασιοποιημένη και ψυχρή. Όμως νιώθει μια αγάπη ετερόφωτη η οποία εμφανίζεται μόνο όταν τη φωτίζει η αγάπη των άλλων. Η Δόμνα ανταποδίδει τέτοια συναισθήματα όταν τα εισπράττει και στην ιστορία της ζωής της τα εισπράττει μοναχά από τα δύο κορίτσια που μεγαλώνει (την Αλίκη και την Αλεξία). Όλοι οι υπόλοιποι νιώθει ότι δεν την αγαπούν ατόφια, δηλαδή αισθάνονται καλά πράματα για αυτήν μπλεγμένα με ενοχή, οίκτο ή υστεροβουλία. Και κάτι τέτοιο η ίδια δεν το συγχωρεί. Αυτούς η Δόμνα τους μισεί θανάσιμα και τους εκδικείται. Η διπλή αυτή εκδήλωση της προσωπικότητά της είναι σαφώς αποτέλεσμα ψυχοπάθειας.
«Θέλει ρέγουλα η ευτυχία, θέλει δόσεις. Σαν να μοιράζεται στα συσσίτια. Σαν να προσφέρεται με το δελτίο» γράφεις σ΄ ένα σημείο. Πιστεύεις ότι ο άνθρωπος δεν αντέχει την απόλυτη ευτυχία;
Τα παραπάνω αποτελούν σκέψεις του Παναγιώτη, ενός ήρωα του βιβλίου, ο οποίος στιγμιαία νιώθει απόλυτα ευτυχισμένος, τόσο πολύ που φοβάται. Πιστεύει ότι αυτό το συναίσθημα δεν μπορεί να ανήκει στους ανθρώπους, ίσως ενδόμυχα το θεωρεί ύβρη (τη θυγατέρα του κορεσμού κατά τους αρχαίους) και θέλει να το αποφύγει. Φέρεται λες και την ευτυχία που νιώθει την κλέβει από τους άλλους ανθρώπους, λες και την κλέβει από τον Στέλιο, το άρρωστο παιδί που θέλει να πάρει υπό την προστασία του. Γι’ αυτό συμβιβάζεται με μικρές δόσεις ευτυχίας γιατί -όπως λέει- θέλει να φτάσει για όλους. Εγώ πάλι πιστεύω πως η ευτυχία είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Ορίζεται από το πώς αντιλαμβάνεται ο κάθε άνθρωπος τη ζωή και τους νόμους της και πως όχι μόνο την αντέχει αλλά είναι και ο στόχος της ύπαρξης του. Η ευτυχία βρίσκεται μέσα μας, απλώς ο δρόμος μέχρι εκεί είναι δρόμος αυτογνωσίας και συνεπώς δύσκολος και επίπονος.
«Πως γερνούν οι άνθρωποι όταν τρίβονται με τη ζωή! Δεν γερνούν με τους μήνες ούτε με τα χρόνια» αναφέρεις σε ένα άλλο σημείο. Σε τι είδους τριβή αναφέρεσαι;
Οι άνθρωποι γερνούν, λέει ο Λάσκαρης (ένας ακόμη ήρωας του βιβλίου), όταν τρίβονται με τη ζωή, όταν ψάχνουν τον εαυτό τους στα σκοτάδια και τον αγγίζουν με απερισκεψία. Απευθύνεται στην Αθηνά, την παράνομη αγαπημένη του και την κατηγορεί για αλαζονεία. Πιστεύει ότι εκείνη θεωρούσε πως υπήρξε τέλεια, τόσο τέλεια που καταντούσε υπερόπτης. Και μετά, οι καταστάσεις της ζωής την ανάγκασαν να εξετάσει αλλιώς τα πράγματα, να προχωρήσει και να δει τα ελαττώματά της, να προσεγγίσει το μέσα της όχι με αγάπη αλλά με φόβο και καχυποψία. Σε αυτήν την τριβή αναφέρομαι, σε αυτήν που υφίστανται οι άνθρωποι που δεν τα έχουν καλά με τον εαυτό τους και που προσπαθούν να τα βρουν μαζί τους με λανθασμένο τρόπο.
Η Αλίκη ήθελε οπωσδήποτε να αποκτήσει ένα παιδί. Δεδομένου ότι στη συνέχεια το παραμελούσε, που βασιζόταν η επιθυμία της, στο ένστικτο της μητρότητας ή στον εγωισμό;
Η Αλίκη ενηλικιώθηκε έχοντας φρικτά παράπονα από τη μητέρα της Ανθή. Θεωρούσε πως εκείνη βούλιαξε στο πένθος της και την παράτησε να μεγαλώνει μόνη (υπό την προστασία βέβαια της θείας Δόμνας). Ωστόσο αυτό που δεν γνώριζε είναι πως η παθητικότητα της μητέρας της δεν πήγαζε από τον μεγάλο πόνο λόγω της αγάπης που είχε για τον μακαρίτη άντρα της, αλλά από το κρυφό μίσος που έτρεφε για αυτόν. Όπως και να ‘χει, η Ανθή ενσάρκωνε για την Αλίκη την κακή μάνα. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος για να διορθώσει μέσα της τη λέξη αυτή ήταν να γίνει η ίδια μητέρα. Να έχει ένα κοριτσάκι όπως το ήθελε εκείνη, να το περιφέρει και να το επιδεικνύει στην Ανθή με μοναδικό σκοπό να της παραδώσει μαθήματα μητρότητας. Όμως όταν θα πάψει να ισχύει μέσα της η ανάγκη αυτή, θα πάψει και το ενδιαφέρον της για το παιδί. Ο εγωισμός λοιπόν είναι αυτός που την παρακινεί. Ένα συναίσθημα ποταπό που μπορεί – όπως χαρακτηριστικά λέει η ίδια στο τέλος του βιβλίου- να κρυφτεί στην πιο αγνή γωνιά του κόσμου, στην αγκαλιά μιας μητέρας!
«Εκείνο που μισούν οι άνθρωποι περισσότερο, εκείνο που απεχθάνονται και δεν μπορούν να συγχωρήσουν στους άλλους, είναι αυτό που μισούν και απεχθάνονται στον ίδιο τους τον εαυτό» γράφεις σε κάποιο άλλο σημείο. Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;
Πιστεύω πως αναγνωρίζουμε την έννοια του κακού στους άλλους γιατί πρωτίστως την έχουμε μέσα μας. Δεν θα μπορούσαμε να ξέρουμε πως είναι η γεύση του ξινού και του πικρού αν δεν είχαμε τους αντίστοιχους γευστικούς κάλυκες. Ομοίως αναγνωρίζουμε τον εγωιστή, τον αλαζόνα, τον μοχθηρό γιατί αυτά τα στοιχεία βρίσκονται άλλοτε σε λανθάνουσα μορφή και άλλοτε όχι στον πυρήνα της ύπαρξής μας. Αυτός νομίζω πως είναι και ο λόγος που μας θυμώνουν τόσο πολύ οι άλλοι. Λειτουργούν σαν καθρέφτες για εμάς, αλλά και εμείς κάνουμε το ίδιο για εκείνους. Πώς αλλιώς όμως να γίνει; Η εξέλιξη όλων των ανθρώπων βασίζεται στην αλληλεπίδραση και οι ατομικοί παράδεισοι ήταν ανέκαθεν μια έννοια υπό αμφισβήτηση.
Η Αλεξία μεγαλώνει σε πολύ ιδιαίτερες συνθήκες, μια αδιάφορη μάνα, μια παράξενη θεία, απουσία πατέρα. Από που αντλεί τη δύναμη να ισορροπήσει τη ζωή της;
Από την παράξενη θεία. Νιώθει την αγάπη και την προσοχή της και ταυτοχρόνως βιώνει την ψυχοπαθολογία της με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Η θεία Δόμνα, μεγάλη σε ηλικία πια και μην έχοντας όλες τις ώρες τον έλεγχο του εαυτού και της λογικής της παρουσιάζει στην μικρή Αλεξία τη ζωή και τα εγκλήματά της από μια άλλη οπτική γωνία. Τα εκθέτει και συγχρόνως εκθέτει και τον ψυχισμό της. Δείχνει στο παιδί πόσο μόνη ένιωσε, πόσο ξεχασμένη και της αποκαλύπτει το σημείο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν δεν έχει ισορροπία και αρμονία στη ζωή του. Το κορίτσι ταυτίζεται με την Δόμνα γιατί τη δεδομένη στιγμή βιώνει την ίδια εγκατάλειψη από τη μητέρα της και ελευθερώνει τον θυμό που νιώθει γιατί αντιλαμβάνεται πως όλο αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Θύτης και θύμα φαντάζουν πια το ίδιο στα μάτια της και εκείνη δεν θέλει να παίξει κανέναν από τους δύο ρόλους.
Ο Παναγιώτης είναι ένας άνθρωπος που έχει τη δύναμη να προχωρήσει στα όνειρά του αλλά φεύγοντας από την οικογένειά του. Είναι αδύναμος και ταυτόχρονα δυνατός. Από που αντλεί τη δύναμή του και από που προέρχεται η αδυναμία του;
Γράφοντας για τον Παναγιώτη, ήθελα να τον παρουσιάσω μόνο δυνατό. Έναν νέο άντρα που μπορεί να φαίνεται υποχωρητικός μπροστά στις γκρίνιες και τα τερτίπια της Αλίκης, ωστόσο ξέρει να βάζει όρια. Ξέρει να ξεχωρίζει τα σημαντικά της ζωής και να αγωνίζεται για αυτά. Αγαπά χωρίς προϋποθέσεις (όπως τον διδάσκει άλλωστε και ο μικρός Στέλιος), υπερασπίζεται τις επιλογές του, χωρίζει όταν νιώθει πως οφείλει να προφυλάξει την ελευθερία του πνεύματός του και συνεχίζει να στηρίζει τη γυναίκα του ακόμη και όταν είναι μακριά. Ο Παναγιώτης υπήρξε αδύναμος μόνο για λίγο. Κλονίστηκε από ενοχές και κατέρρευσε όταν του στέρησαν τον Στέλιο. Πάλι όμως βρήκε τον δρόμο του και μπορεί να μην έκανε τα σπουδαία που σχεδίαζε, παρέμεινε όμως πιστός στις αρχές και τα ιδεώδη του. Η αδυναμία υφίσταται στον Παναγιώτη για να του θυμίζει πως το αντίθετό της είναι η μόνη του επιλογή. Μάλιστα σε κάποιο σημείο λέει χαρακτηριστικά: «Δεν με πρόδωσε η καρδιά μου, εγώ την πρόδωσα!» Κι έτσι, μόλις το συνειδητοποιεί αντλεί τη δύναμη που χρειάζεται από το βάθος στο οποίο έχει καταφέρει να φτάσει την ύπαρξη του.
Στο βιβλίο σου αναφέρεσαι και σε ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, αυτό της υιοθεσίας. Ποιο μήνυμα ήθελες να περάσεις στους αναγνώστες σου;
Δεν ήθελα να περάσω κανένα μήνυμα. Ήθελα μόνο να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί τους. Υπάρχουν άνθρωποι που βασανίζονται από αυτό το ευαίσθητο θέμα και εγώ τους σέβομαι όλους. Την Αλίκη που θέλει ένα παιδί κατά παραγγελία, (κορίτσι, ξανθό, γαλανό σαν ψεύτικη κούκλα), τον Παναγιώτη που «ερωτεύτηκε» τον άρρωστο Στέλιο και θέλει να τον υιοθετήσει, τη Δώρα που εγκαταλείπει τα πάντα προκειμένου να πάρει το παιδί που θέλει να προστατεύσει. Όσο πιο βαθιά και ανώτερα είναι τα κίνητρα ενός ανθρώπου που μπαίνει σε μια τέτοια διαδικασία, τόσο πιο μεγάλες οι απολαβές του όταν θα τα καταφέρει. Έτσι η Αλίκη δεν θα συνδεθεί ποτέ ψυχικά με την «τέλεια» Αλεξία που υιοθέτησε, ενώ ο Παναγιώτης θα έχει πάντα δίπλα του τον «ατελή» Στέλιο που τελικά δεν υιοθέτησε.
Αφού πρώτα σου ευχηθώ το βιβλίο σου να γίνει bestseller, θα σου ζητήσω να κλείσεις όπως θέλεις αυτή τη συνέντευξη.
Ευχαριστώ πολύ για τις ευχές αλλά και για τις όμορφες και εύστοχες ερωτήσεις σου. Ο Κήπος της Μοναξιάς είναι ένα βιβλίο που έγραψα σε μια ιδιαίτερη περίοδο της ζωής μου, όπου σκέψεις όπως ο εγωισμός της μητρότητας, η αλαζονεία της αρετής και άλλα ζευγάρια αντιφατικών λέξεων με καλούσαν να ασχοληθώ στα σοβαρά μαζί τους. Κι έτσι όσο αυτά που με απασχολούσαν μετουσιώνονταν σε λέξεις, πράξεις, συναισθήματα ψεύτικων ανθρώπων δηλαδή ηρώων, τόσο ένιωθα πως καταλάβαινα λιγάκι παραπάνω τους αληθινούς, τόσο ένιωθα πως καταλάβαινα λιγάκι παραπάνω εμένα.
Σύνδεσμοι
Ολιγόλεπτη παρουσίαση από τη Σάραξ Παπύρου.
https://www.facebook.com/saraxpapyru/videos/1408093072617298
Μουσική επένδυση από τη Σταματία Παρηγόρα.