Δελτίο Τύπου
Η Λίνα, η Δήμητρα και η Αμάντα είναι τρία κορίτσια που μεγαλώνουν σε μια συνοικία της Αθήνας, τον καιρό που στις γειτονιές ακούγονταν τραγούδια και παιχνίδια από τα παιδιά που έπαιζαν ανέμελα. Ή μήπως δεν ήταν όλα ανέμελα; Μήπως τα πράγματα είναι συχνά διαφορετικά από ό,τι φαίνονται; Στο συγκεκριμένο έργο, κάθε ήρωας και κάθε ηρωίδα κουβαλάει μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί και που μάρτυράς της είναι μοναχά η ακακία, το δέντρο εκείνο του πάρκου που κάτω από τις σκιά του λαμβάνουν χώρα γεγονότα τραγικά και περιστατικά ανεξήγητα. Εμπειρίες όπως η εγκατάλειψη, ο αλκοολισμός, η στείρα αυστηρότητα αλλά και η αγάπη, το όνειρο και το θαύμα στιγματίζουν ή εμπλουτίζουν τις ζωές των κοριτσιών μέχρι την ενηλικίωσή τους. Ακλόνητος, σταθερός και αγέρωχος συμπαραστάτης τους στέκεται πάντα η ακακία. «Μα καλά πόσο ζει αυτό το δέντρο, ανάθεμά το;» αναρωτιέται κάποια στιγμή η Λίνα μέχρι που της περνάει από το νου πως η ακακία δεν είναι πλέον δέντρο. Η Α-κακία είναι κατάσταση. Είναι η ψυχική εκείνη κατάσταση που αν ο άνθρωπος επιτύχει, όλα αρχίζουν να φαίνονται πλέον πιο καθαρά, οι ιστορίες αποκτούν νόημα και τα θαύματα φανερώνουν την αξία τους.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Κείμενο: Χίου Μαρία
Σκηνοθεσία: Νάσος Τσάκαλος
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Σιμέλα Εμμανουηλίδου
Παίζουν: Αλχαζίδου Αθηνά, Αποστόλου Άννα, Γιαννουλάτου Σοφία, Καψάλλα Άννα, Κάσδαγλης Στέλιος, Ράπτη Αντιγόνη, Σωτηρίου Κωνσταντίνος, Χίου Μαρία
Διάρκεια παράστασης: 1.50’
Αποσπάσματα
Λίνα: Πώς να μη σε ζηλεύει μετά; Γίνεται; (σηκώνει τους ώμους δηλώνοντας άγνοια) Ποιος ξέρει; Μπορεί και να μη γίνεται… Μπορεί η ζήλεια να είναι κομμάτι αναπόσπαστο της ανθρώπινης φύσης. Ή να είναι μια ασθένεια τόσο συχνή που να τη θεωρούμε δεδομένη. Να, κάτι σαν την κομμίωση, την αρρώστια δηλαδή της ακακίας. Χμμ… η ακακία όταν αρρωστήσει βγάζει μια πηχτή κολλώδη ουσία, το αραβικό κόμμι, το οποίο -κατόπιν κατάλληλης επεξεργασίας- δίνει τη γνωστή σε όλους μας… γόμα. Τη γόμα! Ξέρετε, αυτή που σβήνει τα λάθη… (παύση). Καμιά φορά σκέφτομαι πώς θα ήταν η ζωή μας χωρίς το… κόμμι της ακακίας. Μάλλον γεμάτη μουτζούρες. Ατέλειωτες, αλλεπάλληλες, τρισάθλιες μουτζούρες…
Δήμητρα: (ετοιμάζεται να φύγει θιγμένη αλλά κοντοστέκεται). Α και πού είσαι, φιλενάδα;… Μη ρωτήσεις κάτι τον Ιωάννου… Άσε, δεν μου χρειάζεται! Τελικά, δεν είναι απαραίτητο να επιβεβαιώσω απολύτως τίποτα. Γιατί την κόρη του την έλεγαν όντως Τούλα! Άκου που σου λέω… Και μπορεί, χθες το βράδυ, να πέθανε αλλά να είσαι σίγουρη πως δεν χάθηκε. Κανείς δεν χάνεται εκεί πάνω… (δείχνει ψηλά). Εδώ μονάχα τριγυρνάμε όλοι μας σαν χαμένοι…
Αμάντα: Τα πράγματα γίνονται πάντα… (την υπόλοιπη πρόταση τη λένε και οι δυο μαζί)… έτσι όπως πρέπει να γίνουν. (χαμογελούν)
Δήμητρα: Το πιστεύεις ακόμα;
Αμάντα: Τι να σου πω; Όταν έγιναν… (κομπιάζει) όσα έγιναν -αυτά δηλαδή που σου έλεγα τις προάλλες… τρελάθηκα. Ένιωσα σαν να υπήρχε κάποιος εκεί ψηλά που μου έβγαζε κοροϊδευτικά τη γλώσσα και μου έλεγε: «για πες λοιπόν, Αμαντούλα, σου αρέσει τώρα; Πιστεύεις ακόμα πως τα πράγματα γίνονται έτσι όπως πρέπει να γίνουν;». Και εγώ Τον άκουγα και ούρλιαζα: «όχι!» Με όλη μου τη δύναμη! Για μέρες, για εβδομάδες, για μήνες… Άκουγα συνεχώς αυτή την ερώτηση στα αυτιά μου και συνεχώς ούρλιαζα με τον ίδιο τρόπο.