Οπισθόφυλλο
Θύμησες μιας άλλης εποχής που ο χρόνος ποτέ δεν μπόρεσε να σβήσει…
Κωνσταντινούπολη, Σεπτέμβριος 1955. Ο ουρανός καίγεται και το κακό ρέει λάβα καυτή, σκορπίζοντας στάχτη και πορφύρα στο πέρασμά της. Άντρες με πρόσωπα τραχιά με λοστούς και παραγγέλματα παρελαύνουν στα σοκάκια της Πόλης. Αναγνωρίζουν τα σημάδια στους τοίχους και σπάνε κάθε τι ελληνικό. Με το αίμα πιάνουν το δίκιο και το λερώνουν.
Η Σεβαστή τρέμοντας ξεχύνεται στους δρόμους. Το σπίτι της έχει στιγματιστεί, το μαινόμενο πλήθος κατευθύνεται προς το μέρος της. Φωνάζει απεγνωσμένα μα τη φωνή της σκεπάζει ο θρήνος και οι κραυγές αυτών που τρέχουν να σωθούν. Η Εμρέ καλείται αυτή τη δύσκολη στιγμή να επιλέξει. Θα προστατέψει την Ελληνίδα που αγαπά ή θα την αφήσει έρμαιο στα χέρια του όχλου;
Η Σεβαστή στα μάτια του διαβάζει την αλήθεια. Η αποκάλυψη την τρομάζει. Για μια και μοναδική στιγμή σκέφτεται το παιδί τους. Μετανιώνει. Και τότε, τη νύχτα του μεγάλου διωγμού παίρνει την απόφαση…
Είκοσι χρόνια μετά, ο Εμρέ αποφασίζει να αναζητήσει τη γυναίκα που αγάπησε. Τότε οι μοίρες παίρνουν θέση και αρχίζουν να γνέθουν τα νήματα…
Οι πρωταγωνιστές της ζωής θα κριθούν για τις επιλογές τους. Θα αγαπήσουν, θα τολμήσουν, θα πληγώσουν και θα πληγωθούν, πληρώνοντας το τίμημα ενός παρελθόντος που βυθίστηκε στις στάχτες…
Ζούσα με τη λαχτάρα της επιστροφής πως ίσως μια μέρα ξαναέβλεπα τον χαμένο μου παράδεισο!
Αποσπάσματα
«Και αν θα βαφτίσεις το κακό καλό, αγαπητέ μου φίλε, κι αν θα βρεθούν χίλιοι που θα σου πουν πως έχεις δίκιο, το κακό μένει κακό. Αλλά άχρηστο δεν είναι. Αυτό νομίζω εγώ. Ο δράκος θα γεννάει πάντα τον Άγιο Γεώργιο για να σκοτώσει τον δράκο. Όταν το είχα πρωτοδιαβάσει τούτο, νόμιζα πως έλεγε για μένα. Για εμένα που μια νύχτα μοχθηρή, έφτασα στο έγκλημα. Ήταν τότες, το βράδυ που κάψανε την Πόλη κι εγώ, μικρό παιδί, μέσα στο μυαλό μου δεν είχα ξεκαθαρισμένο γιατί το έκαμα. […] Ο δράκος όμως δεν πέθανε ποτές, Εμρέ, και ούτε που το ‘χει σκοπό να φύγει. Κλωσά τα αυγά του στην καρδιά του ανθρώπου και καρτερά. Καρτερά τον Άγιο που θα τα βρει και θα τα σκοτώσει. Και ύστερα να γεννήσει άλλα και άλλα, και πάλι από την αρχή. Να ποια είναι η χρησιμότητά του!»
“Κουμάρι; Τι είναι το κουμάρι, μπάρμπα;” ρώτησε ο Τάκης.
“Κουμάρι είναι τούτο εδώ…” Ο γέρος έδειξε τα ζάρια μέσα στις πτυχές της παλάμης του. “Που λες, τούτο εδώ λογιέται για ανακάλυψη μεγάλη. Το ζάρι να πούμε… Οι άνθρωποι το βαστούν από την εποχή που πλάγιαζαν στις σπηλιές. Εγώ νομίζω πως το βαστούσαν και πρωτύτερα, πως μαζί με εκειό πάτησαν πρώτη φορά τη γη. Ο Αδάμ φτιάχτηκε με ένα κουμάρι στη χούφτα του. Κι ύστερις του ΄παν: είσαι λεύτερος, προχώρα! Μα πετάει το ζάρι ο άνθρωπος, κυλάει τούτο από την απαλάμη και φέρνει ο,τι βούλεται. Και ο Αδάμ μπερδεύεται. Είναι λεύτερος για δεν είναι μέσα σε αυτό το μαραφέτι; Γιατί είναι στενή η ζωή που παίζεται το παιχνίδι, ένα τάβλι με όρια προκαθορισμένα. Κάθεσαι, ρίχνεις τα ζάρια και σαν έρθει η ώρα, μαζεύεις τα πούλια σου και πάπαλα. Νικητής ή χαμένος, τι σημασία έχει;”
Εκεί, κατά το ξημέρωμα, τον πήρε ο ύπνος. Νηστικό και ξεθεωμένο. Στα όνειρά του είδε πως το κελί είχε παράθυρο. Ένα τόσο δα μικρό παράθυρο, από το οποίο ο Τάκης έβλεπε ολόκληρο τον κόσμο. Ή σχεδόν τον έβλεπε. Γιατί στον ύπνο του ο ουρανός είχε τυλίξει τη γη, είχε τυλίξει τα πάντα και το απέραντο γαλάζιό του είχε κρύψει ζώα και ανθρώπους. Μονάχα τα πουλιά διακρίνονταν. Σκιές που φτερούγιζαν έξω από τη φυλακή του και όλο κάτι έψαχναν. Ψίχουλα… Ο Τάκης μέσα στον ύπνο του ήταν σίγουρος πως τα πουλιά γύρευαν ψίχουλα και έτριψε ένα κομμάτι ψωμί με τα δάχτυλα. Έπειτα πέρασε τα χέρια του έξω από τα κάγκελα και τα τίναξε στον ουρανό. Μάταια… Τα πάντα χάνονταν έξω από το κελί του. Τα δάχτυλα, τα ψίχουλα, η καλή του πράξη… […..] Χτύπησε την πόρτα της φυλακής του δυνατά και όταν εμφανίστηκε ο φρουρός, του είπε χωρίς περιστροφές ότι πεινούσε. Κατόπιν πως ήθελε να τηλεφωνήσει στη θεία Σεβαστή για να του βρει δικηγόρο. Μπορεί να ‘χε πράγματι αργήσει να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς του ‘χε συμβεί, ωστόσο τώρα ήταν διατεθειμένος να παλέψει. Η απόδειξη της αθωότητάς του, η υπόληψη και η αξιοπρέπεια ήταν ψίχουλα από ένα καρβέλι που μονάχα έγκλειστος μπορούσε να εκτιμήσει. Φυλακισμένος όπως ήταν! Μέσα στις ανθρώπινες αδυναμίες, τα πάθη και τα μίση της ζωής. Έξω από όλα αυτά, τι είχε σημασία;
Κριτικές
Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου, συγγραφέας.
(Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη εδώ.
«Πλήθος θεμάτων υφαίνονται περίτεχνα μέσα στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα: η πίστη, η εμπιστοσύνη, η φιλία, η ομοφοβία, η διαφορετικότητα, η άνευ όρων αγάπη, τα στίγματα που η κοινωνία σαν ταμπέλες βάζει απαίδευτα, η κάθε είδους εξάρτηση. Η θεματολογία σε συνδυασμό με το ύφος της γραφής χαρίζει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι βρίσκεται όπου και οι ήρωες, ακούει και βλέπει ό,τι διαδραματίζεται στις σελίδες του. Γιατί αυτό είναι και το ζητούμενο ενός καλού βιβλίου: να χαρίσει ταξίδια, που είναι ακόμα καλύτερα, αν δεν είναι άκοπα, να τελειώσουμε την ανάγνωση έχοντας γίνει μια στάλα καλύτεροι άνθρωποι, μια στάλα έστω πιο ειλικρινείς με τους άλλους, αλλά περισσότερο ίσως με εμάς τους ίδιους, μια καλή ευκαιρία να κοιτάξουμε τη μέρα που δύει και να μη δούμε μόνο τη στάχτη, αλλά και την πορφύρα».
Γράφει η Βασιλική Μολφέση, βιβλιοκριτικός.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη εδώ.
Η συγγραφέας με φαντασία και εξαιρετική πλοκή πλέκει τις ζωές των ηρώων, με απίστευτο και μοναδικό τρόπο καθώς η μια ανατροπή διαδέχεται την άλλη, εντυπωσιάζοντας τον αναγνώστη.
Με τη γραφή της καυτηριάζει με μοναδικό τρόπο τις πράξεις των ανθρώπων που υποτίθεται ότι πιστεύουν στο Θεό, που όλο για Θεό μιλούν, μα δεν πράττουν το λόγο Του αλλά αιματοβάφουν το χώμα, αλληλοσκοτώνοντας ο ένας τον άλλον.
Επίσης δίνει πολλά μηνύματα για θέματα όπως η προστασία και το στήριγμα των παιδιών από τους γονείς, η παρεξηγημένη διαφορετικότητα που συμπαραστέκεται με καλοσύνη κι όμως στη δύσκολη στιγμή προδίδεται με αποστροφή και περιφρόνηση, γιατί «κανείς δεν διαλέγει πως θα είναι, μόνο τις πράξεις του επιλέγει κανείς και προσέχει να μην πειράζει κανέναν» και γιατί «τους ανθρώπους που αγαπάμε δεν τους φοβόμαστε. Ούτε τους κόβουμε και τους ράβουμε στα μέτρα μας…», με κατανόηση και ανθρωπιά για τα λάθη, τις ενοχές και τις τύψεις «γιατί δεν μπορεί πάντα κανείς να βολεύει μέσα του σωστά όσα στραβά του λαχαίνουν στη ζωή», τονίζοντας «πρώτα δηλαδή η καλή καρδιά, τούτη είναι η βασίλισσα και ύστερα η πριγκίπισσα δικαιοσύνη».
Ένα αξιόλογο βιβλίο για την αγάπη, τη μετάνοια και τη συγχώρεση με έναν υπέροχο επίλογο που διδάσκει ότι «το ήθος του ανθρώπου χαράζει το πεπρωμένο του» και πως «στη μετάνοια δεν αρκούν τα δάκρυα… Η μετάνοια θέλει και πράξεις!».
Συνέντευξη
Συνέντευξη που παραχωρήθηκε στην κα Τζένη Κουκίδου, (blogger) με αφορμή το βιβλίο «Στάχτη και Πορφύρα» και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Koukidaki.gr, πατήστε εδώ.
Πως σας ήρθε η ιδέα;
Η βασική ιδέα στηρίζεται στη θλιβερή διαπίστωση της ανικανότητας μας ως ανθρώπινο είδος να επικοινωνούμε ουσιαστικά. Βέβαια αυτό δεν είναι κάτι που γίνεται πάντα, ωστόσο συμβαίνει. Και το κακό είναι πως, τις περισσότερες φορές, συμβαίνει σε ανθρώπους που έχουν στενούς δεσμούς μεταξύ τους, είτε είναι γονείς με παιδιά, αδέρφια, ξαδέρφια ή ακόμη χειρότερα (και συχνότερα) ανάμεσα σε ερωτευμένους ανθρώπους που τραυματίζονται συναισθηματικά δια βίου.
Πού γράψατε το βιβλίο σας;
Κατά κύριο λόγο στο σπίτι μου, στην Αθήνα, αλλά η τελευταία σελίδα γράφτηκε στο μέρος από όπου κατάγομαι, στη Σάμο. Εκεί, ένα απόγευμα, σε μια παραλία στη βόρεια πλευρά του νησιού, οι ήρωες του βιβλίου βρήκαν τη λύτρωση τους και εγώ… τη δική μου!
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Δύο έτη όσο περίπου μου παίρνει η συγγραφή κάθε βιβλίου μου. Ωστόσο, μετά από αυτό το διάστημα, συνηθίζω να το αφήνω στην άκρη για κάμποσους μήνες (καμιά φορά και παραπάνω από ένα χρόνο) για να αποφορτιστώ και να το πιάσω πάλι από την αρχή, προσποιούμενη τον απλό αναγνώστη.
Πως θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Θα έλεγα πως πρόκειται για μια εκδρομή, μια βόλτα στα μονοπάτια που ακολουθεί ο άνθρωπος όταν θέλει να αλλάξει, να πάει από ένα σκοτεινό σε ένα πιο φωτεινό τόπο, να αποδεχθεί τον εαυτό του, να τον αγαπήσει και βαδίζοντας πάνω σε αυτόν τον δρόμο να τολμήσει να αγαπήσει και όλους όσους συναντά στο διάβα του.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα του οποίου βασική ηρωίδα είναι ένα η Βάγια, ένα έφηβο κορίτσι το οποίο ανήκει στο φάσμα του αυτισμού. Βέβαια, η Βάγια δεν εκφράζεται παρά μόνο στην πρώτη σελίδα του βιβλίου. Κατόπιν ο αναγνώστης παρακολουθεί την ιστορία των μελών της οικογένειάς της, τόσο αυτών που προηγούνται χρονικά (ανθρώπων που εκδιώχθηκαν από την Πόλη στα μέσα της δεκαετίας του ’60) όσο και αυτών που ζουν μαζί της στο παρόν. Κι όλοι αυτοί είναι ήρωες καθημερινοί που παλεύουν ακατάπαυστα με τους δαίμονες της ψυχής τους, τα λάθη και τα πάθη τους, ξεχνώντας πως η αρχή για τη λύση όλων των προβλημάτων είναι η επιθυμία για ειλικρινή επικοινωνία. Μήπως τελικά η αμίλητη Βάγια είναι η μόνη που είναι ικανή για κάτι τέτοιο, έστω και αν το κάνει με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο;
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Το ταξίδι που μου προσέφερε στις ομορφιές της Κωνσταντινούπολης καθώς είναι ένα μέρος το οποίο δεν έχω επισκεφτεί ποτέ κι έτσι χρειάστηκε να διαβάσω πολύ για να μπορέσω να μπω στον ρυθμό της. Και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο ζωής των Ελλήνων στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, στους ιδιωματισμούς της γλώσσας που χρησιμοποιούσαν, στα ιερά τους μοναστήρια, στην ποικιλομορφία της γευστικής κουζίνας τους και σε τόσα ακόμα…
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Οι αγαπημένοι μου ήρωες είναι συνήθως εκείνοι που παίζουν τον ρόλο του κακού, ίσως γιατί είναι αυτοί που έχουν να διανύσουν τη μεγαλύτερη απόσταση μέχρι να φτάσουν σε ένα μέρος άλλο, καλύτερο από αυτό που βρίσκονται. Τώρα, όσον αφορά το συγκεκριμένο βιβλίο, οι εν λόγω ήρωες είναι αρκετοί και η αλήθεια είναι πως δυσκολεύομαι να επιλέξω. Αν ωστόσο θα έπρεπε να ξεχωρίσω έναν, αυτός θα ήταν ο Παρασκευάς ή Τουρχάν ή Γεώργιος και όχι γιατί κουβαλά περισσότερες αμαρτίες από τους άλλους -το αντίθετο μάλιστα- αλλά γιατί είναι εκείνος που βασανίστηκε πιο πολύ, που διχάστηκε ανάμεσα σε δυο λαούς, δυο γλώσσες, δυο θρησκείες, που έψαξε να βρει τον εαυτό του παντού και όταν επιτέλους τον συνάντησε, τον συγχώρησε από καρδιάς.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Την απάντηση σε αυτή την ερώτηση θα ήθελα να την ακούσω εγώ από τα χείλη των αναγνωστών. Πραγματικά, θα χαρώ πολύ να μου γράψουν στη σελίδα μου στο facebook τα συναισθήματα και τους συλλογισμούς που τυχόν προέκυψαν όταν ολοκλήρωσαν την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου. Γιατί εγώ, καθώς γράφω, δεν έχω στο νου μου το παραπάνω ερώτημα. Το μόνο, στ’ αλήθεια, που με απασχολεί είναι να μπορέσω να μοιραστώ όσο το δυνατόν καλύτερα όσα νιώθω και όσα σκέφτομαι.
Φοβάστε…
Με τρομάζει η ευκολία με την οποία βαλλόμαστε ο ένας εναντίον του άλλου, η τάση να χωριζόμαστε συνεχώς σε στρατόπεδα και να είμαστε έτοιμοι για κάθε είδους πόλεμο ανά πάσα στιγμή.
Αγαπάτε…
Τους ανθρώπους που αγωνίζονται.
Ελπίζετε…
Να πάψουν γρήγορα τα σκοτάδια του μεσαίωνα στα οποία είναι βυθισμένη η ανθρωπότητα αυτή τη στιγμή.
Θέλετε…
Θα ήθελα να προλάβαινα και εγώ αυτό το τέλος καθώς και την ανατολή μίας ακόμη αναγεννησιακής εποχής.
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Αυτοί που δεν χάνουν την ελπίδα τους στον άνθρωπο και που δικαιώνονται κάθε φορά που αναδύεται το καλό από το βάθος ακόμη και της πιο σκοτεινής φυσιογνωμίας.
Πού/πώς μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Το βιβλίο «Στάχτη και Πορφύρα» κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο από τις Εκδόσεις Έξη και έκτοτε μπορείτε να το προμηθευτείτε είτε επικοινωνώντας απευθείας με τον εκδοτικό οίκο είτε παραγγέλνοντάς το σε κάποιο βιβλιοπωλείο.
Πού μπορούμε να βρούμε εσάς;
Οι αναγνώστες μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί μου είτε μέσω της σελίδας μου στο facebook (maria xiou) είτε στέλνοντάς μου e-mail στη διεύθυνση maria@xiou.gr.
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Σαφώς το σταχτοκόκκινο! Είναι το χρώμα που είχε ο ουρανός, στη τελευταία σελίδα, όταν ο ήρωας βιώνει επιτέλους την προσωπική του γαλήνη. Είναι το χρώμα της γάτας του, της Μπέρνα, που κοιμάται ήσυχη και γεμάτη εμπιστοσύνη στην αγκαλιά του. Είναι το χρώμα του ανθρώπου που έχει καεί, έχει γίνει στάχτη και ξαναγεννιέται…
Ποια μουσική;
Η μελωδία από το τραγούδι «Εκδρομή» της Δήμητρας Γαλάνη.
Ποιο άρωμα;
Η ευωδιά της θάλασσας στην προκυμαία της Κωνσταντινούπολης και το άρωμα των κήπων στις συνοικίες της Αθήνας τη δεκαετία του εξήντα.
Ποιο συναίσθημα;
Της απαντοχής και της λύτρωσης.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Ένας πίνακας ζωγραφικής όπου θα αναπαριστούσε μια παράγκα σε ένα λόφο πάνω ακριβώς από τις γέφυρες του Βοσπόρου, την Αγιά Σοφιά και το Μπλε Τζαμί. Το λευκό θα ήταν το βασικό του χρώμα καθώς χιόνι θα υπήρχε παντού. Πάνω στα κεραμίδια, τον φράχτη, ανάμεσα στα κλαδιά των πεύκων, τα πουρνάρια, τους θάμνους και τις βελανιδιές. Τόσο χιόνι που οι Θεοί της Πόλης θα σάστιζαν από το φως που θα χτυπούσε πάνω του και θα σκόρπιζε ολόγυρα. Τόσο χιόνι που θα έκαναν μεταξύ τους οπωσδήποτε ειρήνη και θα έπαιζαν πόλεμο μόνο με αυτό!
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Για εμένα, η ιδιότητα του συγγραφέα δεν είναι κάποιος τίτλος που αποδίδεται σε κάποιον άπαξ και τον συνοδεύει μια ζωή. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είμαι, πράγματι, η συγγραφέας των βιβλίων που έχω γράψει αλλά και αυτός ο χαρακτηρισμός αφορά στα συγκεκριμένα έργα και χωρίς εκείνα δεν υφίσταται. Ή πως είμαι συγγραφέας κάθε φορά που ανοίγω τον υπολογιστή μου και προσπαθώ να πάω την τρέχουσα ιστορία παρακάτω αλλά και αυτό είναι κάπως ρευστό γιατί αν πάψουν οι ιδέες, παύει και η ιδιότητα. Επίσης η συγγραφή δεν είναι επάγγελμα, τουλάχιστον για εμένα. Συνεπώς και, υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσα να απαριθμήσω ένα σωρό άλλα επίθετα που με χαρακτηρίζουν εκτός από αυτό το συγκεκριμένο που είναι αμφιλεγόμενο και λιγάκι «άπιαστο» π.χ. κόρη, μητέρα, σύζυγος, φίλη κ.α.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Δεν έχω κάποιον συγκεκριμένο αλλά αγαπώ πολλούς διαφορετικούς έλληνες και ξένους π.χ. Μενέλαο Λουντέμη, Αλκυόνη Παπαδάκη, Harper Lee και άλλους.
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε τη συνέχεια και τις τύχες τους;
Οι δικοί μου οι ήρωες συνεχώς αυτονομούνται. Κάνουν και λένε τα δικά τους, πάνε την ιστορία εκεί όπου θέλουν οι ίδιοι και ενίοτε σωπαίνουν πεισματικά και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που καταφέρνουν να με τρομάξουν. Και μπορεί σε κάποιον όλο αυτό να φαντάζει κάπως μεταφυσικό, ωστόσο εγώ που το έχω ακούσει να συμβαίνει σε τόσους πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους που ασχολούνται με τη συγγραφή, δεν το θεωρώ πια καθόλου παράξενο.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Χρειάζεται φαντασία και έμπνευση. Χρειάζεται να βρει μέσα του το θάρρος εκείνο που θα τον κάνει να αφεθεί στα όσα του υπαγορεύει ο βαθύτερος εαυτός του.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Η αλήθεια. Κι επειδή η αλήθεια είναι μία και κοινή σε όλους τους ανθρώπους, όσο καλύτερα αντανακλάται μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου -άσχετα με το θέμα με το οποίο καταπιάνεται- τόσο περισσότερο μας αγγίζει.
Τι την αποτυχία;
Η επιτήδευση.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Η βιβλιοφαγία μπορεί να γίνει κατάχρηση μόνο αν κάποιος φτάσει σε ένα σημείο όπου δεν θα ζει στη πραγματική ζωή αλλά θα φαντάζεται τον εαυτό του ως ήρωα ενός μυθιστορήματος.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Για εμένα, οι πιο επιτυχημένοι τίτλοι είναι αυτοί που συλλαμβάνονται όταν ολοκληρώνεται ένα έργο και μάλιστα από τρίτους και όχι από τον ίδιο τον δημιουργό. Συνεπώς, δεν θεωρώ τον εαυτό μου αρμόδιο να προτείνει τον καταλληλότερο.
Σύνδεσμοι
Συνέντευξη στην Εύα Νάτση (8 Μαρτίου 2021).